Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Νόστος...




«Τίμοθι! Τίμοθι ξύπνα είναι η ώρα για το φάρμακό σου», άκουσε τη νοσοκόμα να του ψιθυρίζει στο αυτί. Τι πόνος κι αυτός! Ο γιατρός είχε πει πως η πληγή θα χρειαστεί καιρό για να επουλωθεί. Ήδη μια βδομάδα από την εγχείρηση, και σίγουρα πάνω από δεκαπενθήμερο που είχε πληγωθεί, και μπορούσε με κάθε λεπτομέρεια να περιγράψει την στιγμή που ένιωσε τη σφαίρα να μπαίνει στο στήθος του. Και μετά ποδοβολητό, σφαίρες να περνάνε ξυστά δίπλα του.

Ο πόλεμος δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Και ήταν ευγνώμων που σε αντίθεση με χιλιάδες άλλα άτομα, αυτός ήταν ζωντανός, σε ανάρρωση και σύντομα θα επέστρεφε σπίτι του. Έτσι του είχαν πει. Δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει. Η επέμβαση που χρειάστηκε στο στήθος παραλίγο να του κόστιζε τη ζωή, και το σπάσιμο στο πόδι δεν είχε ακόμα θρέψει. Δε θυμόταν πότε το έσπασε και οι γιατροί υπέθεταν ότι θα λιποθύμησε μετά τον πυροβολισμό που δέχτηκε και καθώς οι υπόλοιποι στρατιώτες έτρεχαν κάποιος θα τον πάτησε κι έτσι κι έσπασε. Δεν ήταν τίποτα το σοβαρό. Το πόδι σύντομα θα γινόταν καλά. Αλλά ο πόνος στο στήθος… ο πόνος αυτός δεν τον άφηνε ούτε στον ύπνο του να ηρεμίσει. Μόνο όταν σκεφτόταν το σπίτι… μόνο τότε ξεχνιόνταν και ένιωθε και πάλι παιδί.

Αχ, το σπίτι… πόσο του είχε λείψει. Πόσο είχε πεθυμήσει τις μυρωδιές του, την αγκαλιά του, την ασφάλεια που ένιωθε εκεί. Ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών όταν τον πήρανε για τον πόλεμο, αμούστακο παιδί ακόμα. Και τώρα, τώρα ήταν άντρας στα εικοσιένα. Κι όμως ένιωθε σα να είχε ζήσει όλη τη ζωή που του προοριζόταν. Ένιωθε πως αυτά τα τρία χρόνια ήταν μια ολόκληρη ζωή. Και με το δίκιο του. Το τι είχαν δει τα μάτια του μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια ήταν αρκετά για να νιώσει στο πετσί του την αξία της ζωής. Θυμάται, τότε που ήταν μικρός ακόμη, τον κήπο που έπαιζε με τις ώρες. Κήπο τον λέγανε αλλά ήταν σα μικρό λιβάδι. Ζούσανε στην εξοχή κι έτσι όλα τα σπίτια, συνήθως, ήταν κτισμένα σε αγροκτήματα. Σκεφτείτε τώρα για τα παιδιά πως είναι να μεγαλώνουν σε σπίτια με τεράστιους χώρους για τρέξιμο και παιχνίδι. Έτσι ήταν και το δικό του σπίτι.

Θυμάται κάθε λεπτομέρεια του σπιτιού. Μόνο η θύμησή του τον ηρεμούσε από κάθε πόνο. Μπροστά από το σπίτι περνούσε ο «κεντρικός» δρόμος του χωριού. Από κει περνούσε και κάθε πρωί ο γαλατάς κι άφηνε δύο μπουκαλάκια γάλα. Το επόμενο πρωί όταν θα ξαναπερνούσε έπαιρνε τα άδεια μπουκάλια κι άφηνε καινούργια, γεμάτα. Ο μικρός Τίμοθι μόλις άκουγε το κουδουνάκι από το ποδήλατο του γαλατά έτρεχε στην πόρτα για να προλάβει να πιει αυτός πρώτος γάλα. Υπήρχαν φορές που αφού έπινε το γάλα ξανάπεφτε για ύπνο γιατί ήταν χαράματα ακόμη.

Ακόμη και το χειμώνα όταν χιόνιζε θα σηκωνόταν το πρωί πρώτος για γάλα. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό που θυμόταν από το σπίτι του. Θυμάται πόσο λαχταρούσε να ρθει η άνοιξη! Ο χειμώνας στην Αγγλία είναι δύσκολος και η άνοιξη πραγματικά σου δίνει την αίσθηση της αναγέννησης. Όλα τα λουλούδια έβγαζαν δειλά δειλά τα ματάκια τους από το χώμα και τις πέργκολες στο παράθυρο του σαλονιού. Κι όταν ερχόταν επιτέλους ο Μάης, τότε όλα είχαν φουντώσει! Όλα ήταν ανθισμένα, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο. Κι από χρώματα; Πανδαισία! Μωβ, κόκκινο, κίτρινο, μπλε, ροζ, πράσινο φυσικά. Τότε ήταν που κι η μάνα του καθάριζε όλο τον κήπο κι έβαφε την πόρτα. Αυτή τη συνήθεια ποτέ του δεν την κατάλαβε ο Τίμοθι. Αλλά και ποτέ δεν είχε ρωτήσει. Υπέθετε ότι θα ήταν κάποιο είδος συντήρησης της πόρτας από τις φθορές του χρόνου και του χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια, αλλά και πάλι ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η πόρτα του έπρεπε να είναι μπλε. Τα υπόλοιπα σπίτια στο χωριό είχαν είτε κόκκινες είτε απλές καφέ πόρτες. Γιατί η δική τους έπρεπε να είναι μπλε;

Όταν πρωτοπήγε στο σχολείο, εκτός από τα παιδιά που ήδη τον γνώριζαν, τον κορόιδευαν για αυτή την πόρτα. Και τότε είχε παραπονεθεί πρώτη φορά στη μάνα του. «γιατί πρέπει να διαφέρει η δική μας πόρτα από όλες τις υπόλοιπες;», «δεν είναι κακό να διαφέρουμε απ’ όλους τους άλλους γιέ μου, μερικές φορές το ξεχωριστό είναι που δίνει αξία». Ακόμη τα θυμάται αυτά τα λόγια. Τότε το μόνο που έκαναν ήταν να φύγει κλαίγοντας, σήμερα όμως, μετά από τόσα χρόνια και τόσες εμπειρίες καταλαβαίνει τι είναι αυτό που του είχε πει τότε η μάνα του. Βέβαια του φαίνεται λίγο περίεργο που κάτι τόσο πολύτιμο γι’ αυτόν σήμερα βγήκε μέσα από ένα παράπονο για μια πόρτα αλλά και πάλι μόνο έτσι θα είχε αξία.

Η δεύτερη φορά, και τελευταία, που παραπονέθηκε για την πόρτα ήταν όταν λόγω μια φωτιάς που είχε πιάσει έξω από το σπίτι, η πόρτα καψαλίστηκε και χρειαζόταν αλλαγή. Η μάνα του όμως δεν ήθελε να αλλάξουν την πόρτα αλλά να τη βοηθήσει να την επισκευάσουν μόνοι τους. Ο Τίμοθι ξανάβαλε τις φωνές στη μάνα του και αυτή τη φορά επικράτησε το δικό του, ότι θα καλούσαν μάστορα να τη φτιάξει αν τόσο πολύ ήθελε να κρατήσουν την ίδια. Βέβαια κάτι τέτοιο φαινόταν αφελές αλλά γι’ αυτόν αυτή τη στιγμή και η ανάσα της μάνας του, η μυρωδιά των λουλουδιών του σπιτιού του, οι απλές συνομιλίες της καθημερινότητας είχαν άλλο βάρος.

Θυμάται ακόμη και το τζάκι, που όλοι μαζευόταν γύρω του για ζεστασιά. Το σπίτι ήταν πέτρινο και δε ζεσταίνονταν εύκολα, αλλά όταν γέμιζαν το τζάκι με ξύλα και έπιανε καλή φωτιά όλος ο χώρος ήταν σα να έμπαινες σε φούρνο. Το σαλόνι, η κουζίνα δίπλα αλλά και το δωμάτιο ακριβώς πάνω από το σαλόνι που συνέχιζε η καμινάδα του τζακιού, είχε μια καλή θερμοκρασία. Εκείνες τις ώρες που το τζάκι έκαιγε, γιατί το χειμώνα σχεδόν ποτέ δεν έσβηνε, τότε που μαζεύονταν όλοι γύρω του και συζητούσαν τα της ημέρας, που λέγαν αστεία αλλά και ιστορίες, αυτά του έλειπαν πιο πολύ απ’ όλα. Τότε που η μάνα του μοίραζε τσάι και τα υπέροχα μπισκοτάκια που έφτιαχνε με σοκολάτα και καρύδια. Ο πόλεμος του τα είχε στερήσει όλα αυτά. Και απ’ αυτόν και από χιλιάδες άλλα άτομα.

Θυμάται τις μυρωδιές των γιορτών. Ευχαριστίες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα… τότε πάντα οι ετοιμασίες ήταν πολλές. Πολλοί συγγενείς, πολλοί φίλοι άρα πολλά πράγματα να φτιάξεις. Η μικρή του αδελφή βοηθούσε πάντα στο σπίτι. Εκείνες τις μέρες αυτή ήταν υπεύθυνη για το ξεσκόνισμα και την καθαριότητα. Ο πατέρας του και ο μεγάλος αδελφός του ήταν πάντα σε δουλειές στο χωριό οπότε στο μόνο που βοηθούσαν ήταν στο κουβάλημα αυτών που χρειαζόταν στο σπίτι. Ο Τίμοθι με τη μάνα του ήταν στην κουζίνα. Μαγείρευαν, φτιάχνανε γλυκά, λικέρ και πολλές πολλές λιχουδιές.

Του άρεσε πολύ να μαγειρεύει. Αυτή η ανάμειξη των υλικών και η δημιουργία κάτι τόσο νόστιμου τον γοήτευαν από μικρό. Δεν πίστευε πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να το κάνει σαν επάγγελμα. Τυχαία όμως όταν κάποτε έπεσε στα χέρια του ένα γαλλικό έντυπο, παρατήρησε πως στη Γαλλία υπάρχουν σχολές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής και πως εκεί φοιτούν αγόρια. Η ανακάλυψή του αυτή τον είχε ενθουσιάσει τόσο που είχε δηλώσει στους γονείς του πως θα γινόταν μάγειρας. Το ξύλο που έφαγε από τον πατέρα του εκείνη τη μέρα ποτέ δε θα το ξεχάσει. Όμως δε θα ξεχάσει και τη μάνα του που κρυφά το ίδιο βράδυ του άφησε κάτω από το μαξιλάρι του χρήματα σ’ έναν φάκελο που έλεγε «μη φοβάσαι να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα». Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά φυσικά κι αυτός δεν ήταν σε ηλικία να φύγει για σπουδές, ειδικά σε μια ξένη χώρα. Το κουράγιο όμως που του έδωσε ήταν τόσο ώστε να τον κάνει να πιστέψει πως μια μέρα θα τα καταφέρει.

Και τώρα από το κρεβάτι του νοσοκομείου σκέφτεται πως όταν θα γυρίσει σπίτι θα βρει μια δουλειά, θα μαζέψει χρήματα και θα φύγει για Γαλλία. Με τα γαλλικά που έμαθε στο σχολείο και με τη συναναστροφή του τώρα στον πόλεμο με Γάλλους, πιστεύει ότι θα τα καταφέρει να συνεννοηθεί. Ναι αυτό θα κάνει! Θα μιλήσει και στη μάνα του και όλα θα πάνε καλά. Γυρνάει σπίτι του και όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πόσο Timothy κρύβεις μέσα σου;

Νοσταλγείς το σπίτι σου και τη ζωή σου εκεί, ή απλά σου ρθε έμπνευση και το γραψες;

Όπως και να χει, είναι πολύ όμορφο... "Ζωγραφίζει" με γενναίες πινελιές την φάση όπου βρίσκονται όλοι εκείνοι που για οποιονδήποτε λόγο απέχει χιλιόμετρα από το σπίτι του...

Τότε ήταν Ο πόλεμος, τώρα "πόλεμοι" μαίνονται παντού: Σπουδές, μετανάστευση, εργασία σε ξένο τόπο... Εκατομμύρια άνθρωποι νιώθουν τη νοσταλγία... Τη μόνη αχτίδα ελπίδας στο σκοτάδι του άγχους, της ανέχειας και της μιζέριας, που είναι οι μάστιγες του αιώνα που έτυχε να μας φέρουν οι γονείς μας στη ζωή...

maya h melissa είπε...

Πόσο Timothy κρύβω μέσα μου; Ειλικρινά δεν μπορώ να απαντήσω... Δεν το είχα σκεφτεί έτσι... Ο Timothy είναι έμπνευση της φωτογραφίας που έχω βάλει πάνω από το κείμενο...

Πολλά πράγματα νοσταλγώ όμως να πω την αλήθεια... Δεν είναι τόσο το σπίτι μου, είναι απλά αισθήματα καθημερινότητας... Απλά πράγματα που νιώθω ότι απλά μου έχουν λείψει ή νοσταλγώ να ζήσω...

Όπως και να χει ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια... Ομολογώ πάντως ότι είσαι από τα ελάχιστα άτομα που με κάνουν να βλέπω αυτά που γράφω με άλλο μάτι... Με βάζεις σε σκέψεις προσπαθώντας να το δω όπως το βλέπεις κι εσύ (ή όπως μου δίνεις να καταλάβω ότι το κοιτάς). Αλήθεια ευχαριστώ!

Ανώνυμος είπε...

Αν θες τη ταπεινή μου γνώμη, δεν χρειάζεται να μελαγχολείς για την απουσία των "καθημερινών συναισθημάτων" (αν κατάλαβα καλά ποια εννοείς), γιατί απλά δυσχεραίνεις τη θέση σου... Σκέψου ότι "είναι μια φάση, ρε παιδί μου", θα γυρίσει ο τροχός, θα αλλάξουν τα δεδομένα... Ετσι τη βγάζω εγώ...

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, εγώ είμαι απλά ο Λευτέρης... Ισως να μην είμαι τόσο διορατικός όσο λες (δεν έχουν όλα διπλές και τριπλές ερμηνείες), απλά χαζούλιακας! ;)

maya h melissa είπε...

Τη φάση της "φάσης" Λευτέρη μου την έχω ξεπεράσει... Πλέον δεν το σκέφτομαι καθόλου... Το οτιδήποτε εννοώ... Έχω τόσα να με απασχολούν που θέλουν μια πιο άμεση δράση απ' ότι οποιαδήποτε επιθυμία αυτή τη στιγμή. Όπως και να χει ευχαριστώ! Το εκτιμώ που μου το λες...

Και όσο για το χαζούλιακας, ασε να το κρίνουν άλλοι αυτό! ;)

Ανώνυμος είπε...

Ναι, ΟΚ, εγώ δεν μιλούσα για την συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά γενικά για κάθε φάση της ζωής σου (χωρίς εισαγωγικά) που σε βρίσκει κακοδιάθετη... Θα περάσει...

Σου λέω εγώ έτσι τη βγάζω...

Σκέψου ότι πλησιάζει ο καιρός της ανάπαυλας, να σου δίνει κουράγιο...

Μωρέ χαζούλιακας είμαι, και άλλοι να κρίνουν το ίδιο θα πούνε...

Πολλά φιλιά...

maya h melissa είπε...

Καλέ κατάλαβα τι λες... Κι εγώ για κάθε φάση της ζωής μου μιλάω... Προσπαθώ...πως να πω; Να είμαι καμιά φορά σαν "άβουλο ον"... Προσπαθώ να μη σκέφτομαι αυτά που με καταβάλουν και να αποφεύγω καταστάσεις που με πληγώνουν... Αυτό... Αλλά άνθρωπος είμαι και πολλές φορές δεν τα καταφέρνω... Τεσπα...

Φιλάκια...χαζούλιακα χιχι ;)