Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Άνεμος...




Ο αέρας λυσσομανούσε από τα κλειστά παραθυρόοφυλλα. Τα πατζούρια, παρότι κλειδωμένα, νόμιζες πως ο αέρας θα τα ξεκολλήσει. Η Ελένη είχε κουκουλωθεί κάτω από τη φλοκάτη, στο ντιβάνι και είχε κλείσει τα αυτιά της. Ο αέρας ήταν κάτι που της θύμιζε άσχημες στιγμές. Στιγμές που την πλήγωναν ακόμη και μετά από τόσα χρόνια.

Είχε καλύψει μέχρι και ολόκληρο το κεφάλι της, όταν μέσα σ' όλο το θόρυβο που προκαλούσε ο αέρας, ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει. Τράβηξε τα σκεπάσματα, τόσο όσο να φανεί το καλό της μάτι και με το λιγοστό φως που υπήρχε στο δωμάτιο είδε τα τρομαγμένα ματάκια της κόρης της.

- Μαμά, φοβάμαι...
- Τί φοβάσαι μικρό μου;
- Φοβάμαι τον αέρα... Έτσι που σφυρίζει δυνατά... Και δε μπορώ να κοιμηθώ. Φοβάμαι!
- Έλα, ξάπλωσε εδώ δίπλα μου και μη φοβάσαι. Εμπρός, κοιμήσου ήρεμα.

Η Ελένη έπρεπε να δείχνει δυνατή. Δεν έπρεπε να φανεί πως και η ίδια φοβόταν. Ίσως και περισσότερο από την κόρη της. Ή μάλλον δε φοβόταν, οι αναμνήσεις ήταν αυτές που έκαναν την καρδιά της να σπαρταρά.

Πήρε αγγαλιά την κόρη της και προσπάθησε να ηρεμίσει. Αυτή τη στιγμή η μικρή την είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Ξαφνικά ένας μεγάλος κρότος ακούστηκε απ' έξω. Η Ελένη τινάχτηκε στο κρεβάτι της. Μαζί μ' αυτή κι η κόρη της που έβαλε τις φωνές.

- Μαμά, μαμά! Τί ήταν αυτό; Δεν πιστεύω να ήρθε ο κακός ο λύκος !;!

Η Ελένη χαμογέλασε, παρότι ήταν τρομαγμένη, καθώς της φάνηκε πολύ αστεία η υπόθεση της κόρης της.

- Όχι καλό μου παιδί, ο κακός ο λύκος φοβάται τον αέρα και δε βγαίνει απ' το σπίτι του τέτοιες στιγμές.
- Ναι, αλλά αν όταν άρχισε ο αέρας ο λύκος ήταν πολύ μακριά απ' το σπίτι του και τώρα θέλει το δικό μας σπίτι να μείνει;
- Μην ανησυχείς! Αποκλείεται να είναι ο λύκος. Να θα πάω να κοιτάξω έξω και θα δεις ότι δεν ήταν αυτός.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, σα βρεγμένη γάτα, βγήκε από το δωμάτιο και κινήθηκε προς την εξώπορτα. Ξεκλείδωσε, γύρισε το πόμολο αργά για να μην ακουστεί. Μήπως κι αν ακουγόταν θόρυβος θα το καταλάβαινε κανείς; Και κανονιά δύσκολα την άκουγες μέσα από τέτοιο βουητό.

Κοντοστάθηκε προτού ανοίξει την πόρτα. Με το χέρι που είχε ελεύθερο πλησίασε κι άγγιξε την τρύπα που κάποτε είχε τη θέση του το αριστερό της μάτι. Ένιωσε ακριβώς τον πόνο που είχε νιώσει και τότε, πριν χρόνια, που πάλι φυσούσε δυνατά. Ήταν έφηβη τότε, και τώρα, τριάντα χρόνια μετά ένιωθε τη σουβλιά στο μάτι της.

Θυμήθηκε τη σκηνή λεπτό προς λεπτό. Η μητέρα της ήταν άρρωστη με πυρετό. Ο πατέρας κι ο αδελφός της λείπαν στον πόλεμο και οι μικρότερες αδελφές της κοιμόταν δίπλα στο τζάκι. Ο αέρας φυσούσε και τσίριζε, όπως και τώρα. Τα ζώα στο στάβλο ήταν αναστατωμένα και η πόρτα χτυπούσε σα τρελή. Η Ελένη ήταν η μόνη που μπορούσε να πάει να ηρεμίσει τα ζώα και να κλείσει καλά την πόρτα.

Βγήκε απ' το σπίτι και κινήθηκε προς το στάβλο. Πράγματι η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και βροντοκοπούσε. Τα άλογα χλιμιντρίζαν σα τρελά και μαζί τους την ορχήστρα βοηθούσαν η αγελάδα και οι δύο κατσίκες που είχαν. Η Ελένη πλησίασε τον Μελέτιο, ήταν το πιο μεγάλο και το πιο όμορφο απ' τα άλογά τους και του ψιθίρισε κάτι. Το άλογο αμέσως ηρέμισε και μαζί του και τα άλλα δύο. Ύστερα ήρεμα πήγε στην αγελάδα και την έδεσε και έκλεισε και το πορτάκι από τις κατσίκες πυ είχε ανοίξει κι αυτό. Όπως φαίνεται έπεσε ένα ξύλο από τη σκεπή (απ' τον αέρα προφανώς) και την άνοιξε. Αφού ηρέμισε κάπως τα ζώα κινήθηκε προς την έξοδο του στάβλου όπου το τελευταίο που θυμάται είναι έναν περίεργο θόρυβο, κάτι μαύρο μπροστά της κι ύστερα τίποτα. Το επόμενο πρωί τη βρήκαν οι αδελφές της αιμόφυρτη στα άχυρα κι αυτή δε μπορεί να ξεχάσει τον τρομερό πόνο που ένιωθε στο κεφάλι της.

Ο γιατρός τελικά είπε πως ήθελε πολύ ξεκούραση και για κανένα μήνα να μη βγει από το σπίτι ώσπου να επουλωθεί η πληγή. Προφανώς το βράδυ στο στάβλο κάποιο δοκάρι από το ταβάνι ξεκόλλησε κι όπως κινήθηκε προς τα κάτω σαν εκρεμές, βρήκε την Ελένη στο κεφάλι. Και το καρφί που είχε στην άκρη την έσκισε ακριβώς εκεί που ήταν το αριστερό της μάτι.

Ο πόνος θυμάται ήταν φριχτός. Και κράτησε για πολύ καιρό. Τα γλυκά λόγια της μητέρας της δε τη γιάτρευαν. Ό,τι είχε γίνει, έγινε και είχε αφήσει πάνω της μια μεγάλη πληγή. Σωματική και ψυχική. Ακόμη κι όταν η πληγή είχε κλείσει κι έπαψε να την ενοχλεί, οι δυσκολίες ακολουθούσαν. Όλα ήθελαν επιδεξιότητα, καθώς δεν είναι εύκολο 17 χρόνια να είσαι φυσιολογικός και ξαφνικά να τα βλέπεις όλα μισά. Έτσι τουλάχιστον έλεγε η Ελένη. Δυσκολεύτηκε πολύ. Δυσκολεύτηκε να βγει απ' το σπίτι, χωριό ήταν τί θα έλεγαν όλοι, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις. Τα κατάφερε όμως. Τα κατάφερε κι η ζωή της ήταν τόσο καλή όσο άσχημα της είχε φανεί μέχρι τότε. Παντρεύτηκε έναν εύπορο άνθρωπο που την αγαπούσε και της φαιρόταν όμορφα, κι απέκτησε μια πανέμορφη κόρη που είχε τα όμορφα σμαραγδένια μάτια της μαμάς της. Κι η Ελένη κάθε φορά που τα έβλεπε δάκρυζε. Όχι γιατί της έλλειπε το δικό της, αλλά γιατί τα μάτια της στα μάτια της κόρης της ήταν πιο όμορφα απ' ότι στο δικό της κεφάλι κι επιπλέον, σε αντίθεση με την ίδια, ήταν εκεί και τα δύο και την αντίκρυζαν με την ίδια αθωότητα που έχουν τα μάτια ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού.

Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω. Πρώτα δεξιά, μετά μπροστά και τέλος αριστερά. Χαμογέλασε κι έκλεισε την πόρτα. Γύρισε στο κρεβάτι όπου η κορούλα της την περίμενε ανυπόμονα. Τη φίλησε στο μέτωπο και της είπε γλυκά:

- Μια γλάστρα απ' το περβάζι ήταν που έπεσε στην αυλή. Είδες που σου έλεγα ότι δεν είναι ο κακός ο λύκος; Έλα, ξάπλωσε τώρα να κοιμηθούμε.

Ξάπλωσαν και μετά από λίγο ο αέρας κόπασε. Αυτό ήταν. Ο ύπνος δεν άργησε να τους πάρει.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπερευαίσθητο, παραστατικότατο, λογοτεχνικό, συγκινητικό και συγκλονιστικό (ιδιαίτερα στην ωμότητα της σκηνής του ατυχήματος και τη περιγραφή του πόνου), πιστεύω ότι είναι ένα μικρό διαμαντάκι... Εύγε!

Δεν σου λέω να το εκδόσεις, γιατί είμαι κατά της εμπορευματοποίησης των blogs.

Πολλά φιλάκια, γλυκιά μου ζουζούνα...

Constantinos είπε...

Γιατί όλο αυτό; Πως σου ήρθε;

Πάντως πραγματικά λυπάμαι να βλέπω ανθρώπους χτυπημένους από την μοίρα. η τύχη είναι ένας παράγοντας που μου την σπάει. Ίσως επειδή είναι εναντίων μου. Ίσως επειδή όταν κάνεις τόσο κόπο για να πετύχεις κάτι τελικά δεν έχει σημασία γιατί η τύχη σου τα έφερε ανάποδα. Μισώ την μοίρα και προτιμώ να έχω πάντα τον έλεγχο της ζωής μου. Και λυπάμαι την κοπέλα που την καταράστηκε...

χμμ... να γιατί σου ήρθε! Ίσως επειδή δημιουργεί έντονα συναισθήματα στους άλλους...:P

maya h melissa είπε...

@ pure_evil μου, ευχαριστώ και πάλι... Όσον αφορά την έκδοση δεν το σκέφτομαι... Όχι ακόμη δηλαδή :p
Χαίρομαι πάντως που σου άρεσε...!!!

Πολλά φιλιά και σε σένα!

maya h melissa είπε...

@ Constantine μου... Γιατί όλο αυτό ε;; Και πώς μου ήρθε ε;; Αυτό που λες ήταν μια άσκηση που μας έβαλε μια καθηγήτρια. Λέει "μια γυναίκα έχει χάσει το μάτι της. Έξω φυσάει δυνατός αέρας. γράψτε κάτι" και να το κάτι μου... Αυτό φαντάστηκα κι αυτό έγραψα! Τώρα για το χτύπημα της μοίρας τί να σου πω;; Δεν το προγραμμάτισα... Βρέθηκα προ τετελεσμένων γεγονότων!