Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

This is Maya Melissa




Μετά από πρόσκληση του φίλου μου του pure_evil ή αλλιώς Λευτέρη, θα απαντήσω στο γιατί διάλεξα αυτό το ψευδόνυμο...

1ον πολύ απλά το όνομα μου έχει πολύ μεγάλη ιστορία και είναι ελάχιστοι που με την πρώτη το είπαν κανονικά...έχω ακούσεις τα απίστευτα...Αααα by the way το όνομά μου είναι ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ και όχι Μαριλένα ή Μαριάννα ή Χριστιάνα ή Μανταλένα ή Μαριολένη (ω ναι το έχω ακούσει κι αυτό) ή Έλενα ή Λένα-Μαρία...

2ον σαν ψευδόνυμο δε μου καθόταν καλά το Μαριαλένα

3ον (και βασικότερο) έτυχε μια από τις φορές που βρέθηκα με τα ξαδέλφια μου από την Αμερική να προσπαθώ να τους μάθω να πουν το όνομα μου και δεν το κατάφερναν με τίποτα... οπότε έρχεται μια "υπέροχη" ιδέα σ' εναν ξάδελφό μου να το προσαρμόσουμε...μου το κάνει πρώτα Marla (όπως αυτή στο Fight Club) αλλά δε μου άρεσε...ακούγεται κάπως...και τελικά μου το έκανε Maya (που μου άρεσε) αλλά γύρισε ο αδελφός μου και μου κάνει "σιγά μην είσαι και η Μάγια η μέλισσα"...οπότε καταλαβαίνει κανείς πως μου έμεινε... Βέβαια κανείς δε με φωνάζει Μάγια (μόνο μια φίλη μου για να με πειράξει καμιά φορά). Όταν λοιπόν ήταν να βάλω όνομα μου ρθε αυτό και το 'βαλα. Κατα τ' άλλα για όλους είμαι η Μαριαλένα.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!




Χρόνια πολλά σε όλους που γιορτάζουν σήμερα, Κωνσταντίνες και Κωνσταντίνους, Κωστάδες, Κωσταντήδες, Ελένες, Λένες, Έλενες (κ.ο.κ.) και μαζί με όλους κι εγώ κατά το ήμισι Ελένη... Χρόνια πολλά!!

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Νόστος...




«Τίμοθι! Τίμοθι ξύπνα είναι η ώρα για το φάρμακό σου», άκουσε τη νοσοκόμα να του ψιθυρίζει στο αυτί. Τι πόνος κι αυτός! Ο γιατρός είχε πει πως η πληγή θα χρειαστεί καιρό για να επουλωθεί. Ήδη μια βδομάδα από την εγχείρηση, και σίγουρα πάνω από δεκαπενθήμερο που είχε πληγωθεί, και μπορούσε με κάθε λεπτομέρεια να περιγράψει την στιγμή που ένιωσε τη σφαίρα να μπαίνει στο στήθος του. Και μετά ποδοβολητό, σφαίρες να περνάνε ξυστά δίπλα του.

Ο πόλεμος δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Και ήταν ευγνώμων που σε αντίθεση με χιλιάδες άλλα άτομα, αυτός ήταν ζωντανός, σε ανάρρωση και σύντομα θα επέστρεφε σπίτι του. Έτσι του είχαν πει. Δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει. Η επέμβαση που χρειάστηκε στο στήθος παραλίγο να του κόστιζε τη ζωή, και το σπάσιμο στο πόδι δεν είχε ακόμα θρέψει. Δε θυμόταν πότε το έσπασε και οι γιατροί υπέθεταν ότι θα λιποθύμησε μετά τον πυροβολισμό που δέχτηκε και καθώς οι υπόλοιποι στρατιώτες έτρεχαν κάποιος θα τον πάτησε κι έτσι κι έσπασε. Δεν ήταν τίποτα το σοβαρό. Το πόδι σύντομα θα γινόταν καλά. Αλλά ο πόνος στο στήθος… ο πόνος αυτός δεν τον άφηνε ούτε στον ύπνο του να ηρεμίσει. Μόνο όταν σκεφτόταν το σπίτι… μόνο τότε ξεχνιόνταν και ένιωθε και πάλι παιδί.

Αχ, το σπίτι… πόσο του είχε λείψει. Πόσο είχε πεθυμήσει τις μυρωδιές του, την αγκαλιά του, την ασφάλεια που ένιωθε εκεί. Ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών όταν τον πήρανε για τον πόλεμο, αμούστακο παιδί ακόμα. Και τώρα, τώρα ήταν άντρας στα εικοσιένα. Κι όμως ένιωθε σα να είχε ζήσει όλη τη ζωή που του προοριζόταν. Ένιωθε πως αυτά τα τρία χρόνια ήταν μια ολόκληρη ζωή. Και με το δίκιο του. Το τι είχαν δει τα μάτια του μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια ήταν αρκετά για να νιώσει στο πετσί του την αξία της ζωής. Θυμάται, τότε που ήταν μικρός ακόμη, τον κήπο που έπαιζε με τις ώρες. Κήπο τον λέγανε αλλά ήταν σα μικρό λιβάδι. Ζούσανε στην εξοχή κι έτσι όλα τα σπίτια, συνήθως, ήταν κτισμένα σε αγροκτήματα. Σκεφτείτε τώρα για τα παιδιά πως είναι να μεγαλώνουν σε σπίτια με τεράστιους χώρους για τρέξιμο και παιχνίδι. Έτσι ήταν και το δικό του σπίτι.

Θυμάται κάθε λεπτομέρεια του σπιτιού. Μόνο η θύμησή του τον ηρεμούσε από κάθε πόνο. Μπροστά από το σπίτι περνούσε ο «κεντρικός» δρόμος του χωριού. Από κει περνούσε και κάθε πρωί ο γαλατάς κι άφηνε δύο μπουκαλάκια γάλα. Το επόμενο πρωί όταν θα ξαναπερνούσε έπαιρνε τα άδεια μπουκάλια κι άφηνε καινούργια, γεμάτα. Ο μικρός Τίμοθι μόλις άκουγε το κουδουνάκι από το ποδήλατο του γαλατά έτρεχε στην πόρτα για να προλάβει να πιει αυτός πρώτος γάλα. Υπήρχαν φορές που αφού έπινε το γάλα ξανάπεφτε για ύπνο γιατί ήταν χαράματα ακόμη.

Ακόμη και το χειμώνα όταν χιόνιζε θα σηκωνόταν το πρωί πρώτος για γάλα. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό που θυμόταν από το σπίτι του. Θυμάται πόσο λαχταρούσε να ρθει η άνοιξη! Ο χειμώνας στην Αγγλία είναι δύσκολος και η άνοιξη πραγματικά σου δίνει την αίσθηση της αναγέννησης. Όλα τα λουλούδια έβγαζαν δειλά δειλά τα ματάκια τους από το χώμα και τις πέργκολες στο παράθυρο του σαλονιού. Κι όταν ερχόταν επιτέλους ο Μάης, τότε όλα είχαν φουντώσει! Όλα ήταν ανθισμένα, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο. Κι από χρώματα; Πανδαισία! Μωβ, κόκκινο, κίτρινο, μπλε, ροζ, πράσινο φυσικά. Τότε ήταν που κι η μάνα του καθάριζε όλο τον κήπο κι έβαφε την πόρτα. Αυτή τη συνήθεια ποτέ του δεν την κατάλαβε ο Τίμοθι. Αλλά και ποτέ δεν είχε ρωτήσει. Υπέθετε ότι θα ήταν κάποιο είδος συντήρησης της πόρτας από τις φθορές του χρόνου και του χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια, αλλά και πάλι ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η πόρτα του έπρεπε να είναι μπλε. Τα υπόλοιπα σπίτια στο χωριό είχαν είτε κόκκινες είτε απλές καφέ πόρτες. Γιατί η δική τους έπρεπε να είναι μπλε;

Όταν πρωτοπήγε στο σχολείο, εκτός από τα παιδιά που ήδη τον γνώριζαν, τον κορόιδευαν για αυτή την πόρτα. Και τότε είχε παραπονεθεί πρώτη φορά στη μάνα του. «γιατί πρέπει να διαφέρει η δική μας πόρτα από όλες τις υπόλοιπες;», «δεν είναι κακό να διαφέρουμε απ’ όλους τους άλλους γιέ μου, μερικές φορές το ξεχωριστό είναι που δίνει αξία». Ακόμη τα θυμάται αυτά τα λόγια. Τότε το μόνο που έκαναν ήταν να φύγει κλαίγοντας, σήμερα όμως, μετά από τόσα χρόνια και τόσες εμπειρίες καταλαβαίνει τι είναι αυτό που του είχε πει τότε η μάνα του. Βέβαια του φαίνεται λίγο περίεργο που κάτι τόσο πολύτιμο γι’ αυτόν σήμερα βγήκε μέσα από ένα παράπονο για μια πόρτα αλλά και πάλι μόνο έτσι θα είχε αξία.

Η δεύτερη φορά, και τελευταία, που παραπονέθηκε για την πόρτα ήταν όταν λόγω μια φωτιάς που είχε πιάσει έξω από το σπίτι, η πόρτα καψαλίστηκε και χρειαζόταν αλλαγή. Η μάνα του όμως δεν ήθελε να αλλάξουν την πόρτα αλλά να τη βοηθήσει να την επισκευάσουν μόνοι τους. Ο Τίμοθι ξανάβαλε τις φωνές στη μάνα του και αυτή τη φορά επικράτησε το δικό του, ότι θα καλούσαν μάστορα να τη φτιάξει αν τόσο πολύ ήθελε να κρατήσουν την ίδια. Βέβαια κάτι τέτοιο φαινόταν αφελές αλλά γι’ αυτόν αυτή τη στιγμή και η ανάσα της μάνας του, η μυρωδιά των λουλουδιών του σπιτιού του, οι απλές συνομιλίες της καθημερινότητας είχαν άλλο βάρος.

Θυμάται ακόμη και το τζάκι, που όλοι μαζευόταν γύρω του για ζεστασιά. Το σπίτι ήταν πέτρινο και δε ζεσταίνονταν εύκολα, αλλά όταν γέμιζαν το τζάκι με ξύλα και έπιανε καλή φωτιά όλος ο χώρος ήταν σα να έμπαινες σε φούρνο. Το σαλόνι, η κουζίνα δίπλα αλλά και το δωμάτιο ακριβώς πάνω από το σαλόνι που συνέχιζε η καμινάδα του τζακιού, είχε μια καλή θερμοκρασία. Εκείνες τις ώρες που το τζάκι έκαιγε, γιατί το χειμώνα σχεδόν ποτέ δεν έσβηνε, τότε που μαζεύονταν όλοι γύρω του και συζητούσαν τα της ημέρας, που λέγαν αστεία αλλά και ιστορίες, αυτά του έλειπαν πιο πολύ απ’ όλα. Τότε που η μάνα του μοίραζε τσάι και τα υπέροχα μπισκοτάκια που έφτιαχνε με σοκολάτα και καρύδια. Ο πόλεμος του τα είχε στερήσει όλα αυτά. Και απ’ αυτόν και από χιλιάδες άλλα άτομα.

Θυμάται τις μυρωδιές των γιορτών. Ευχαριστίες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα… τότε πάντα οι ετοιμασίες ήταν πολλές. Πολλοί συγγενείς, πολλοί φίλοι άρα πολλά πράγματα να φτιάξεις. Η μικρή του αδελφή βοηθούσε πάντα στο σπίτι. Εκείνες τις μέρες αυτή ήταν υπεύθυνη για το ξεσκόνισμα και την καθαριότητα. Ο πατέρας του και ο μεγάλος αδελφός του ήταν πάντα σε δουλειές στο χωριό οπότε στο μόνο που βοηθούσαν ήταν στο κουβάλημα αυτών που χρειαζόταν στο σπίτι. Ο Τίμοθι με τη μάνα του ήταν στην κουζίνα. Μαγείρευαν, φτιάχνανε γλυκά, λικέρ και πολλές πολλές λιχουδιές.

Του άρεσε πολύ να μαγειρεύει. Αυτή η ανάμειξη των υλικών και η δημιουργία κάτι τόσο νόστιμου τον γοήτευαν από μικρό. Δεν πίστευε πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να το κάνει σαν επάγγελμα. Τυχαία όμως όταν κάποτε έπεσε στα χέρια του ένα γαλλικό έντυπο, παρατήρησε πως στη Γαλλία υπάρχουν σχολές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής και πως εκεί φοιτούν αγόρια. Η ανακάλυψή του αυτή τον είχε ενθουσιάσει τόσο που είχε δηλώσει στους γονείς του πως θα γινόταν μάγειρας. Το ξύλο που έφαγε από τον πατέρα του εκείνη τη μέρα ποτέ δε θα το ξεχάσει. Όμως δε θα ξεχάσει και τη μάνα του που κρυφά το ίδιο βράδυ του άφησε κάτω από το μαξιλάρι του χρήματα σ’ έναν φάκελο που έλεγε «μη φοβάσαι να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα». Τα χρήματα δεν ήταν αρκετά φυσικά κι αυτός δεν ήταν σε ηλικία να φύγει για σπουδές, ειδικά σε μια ξένη χώρα. Το κουράγιο όμως που του έδωσε ήταν τόσο ώστε να τον κάνει να πιστέψει πως μια μέρα θα τα καταφέρει.

Και τώρα από το κρεβάτι του νοσοκομείου σκέφτεται πως όταν θα γυρίσει σπίτι θα βρει μια δουλειά, θα μαζέψει χρήματα και θα φύγει για Γαλλία. Με τα γαλλικά που έμαθε στο σχολείο και με τη συναναστροφή του τώρα στον πόλεμο με Γάλλους, πιστεύει ότι θα τα καταφέρει να συνεννοηθεί. Ναι αυτό θα κάνει! Θα μιλήσει και στη μάνα του και όλα θα πάνε καλά. Γυρνάει σπίτι του και όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά.